- σεγκυδίλια
- η, Νισπανικός λαϊκός χορός με πολλές τοπικές παραλλαγές, καθώς και στροφική μορφή που χρησιμοποιείται ευρέως στο ισπανικό λαϊκό τραγούδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. seguidilla < seguida «συνέχεια, ακολουθία, είδος χορού», θηλ. τής μτχ. παρακμ. seguido τού ρ. seguir «ακολουθώ» (< λατ. sequor) + κατάλ. -illa].
Dictionary of Greek. 2013.